ευειμων

ευειμων
    εὐείμων
    εὐ-είμων
    2, gen. ονος adj. красиво одетый
    

(γυνή Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ευειμων" в других словарях:

  • ευείμων — εὐείμων, ον (Α) ωραία ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειμων (< είμα «ένδυμα» < έννυμι «ενδύομαι»), πρβλ. κακο είμων, μελαν είμων] …   Dictionary of Greek

  • εὐείμων — well dressed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐείμονα — εὐείμων well dressed neut nom/voc/acc pl εὐείμων well dressed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐείμονε — εὐείμων well dressed nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐείμονες — εὐείμων well dressed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

  • ευειμονώ — εὐειμονῶ, έω (Α) [ευείμων] είμαι ντυμένος ωραία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»